δεησεογράφος

δεησεογράφος
δεησεογράφος, ο (Μ)
αυτός ο όποιος συντάσσει δεήσεις, δηλ. αιτήσεις ή αναφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέησις + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”